λοιπασθέν

λοιπασθέν
λοιπάζω
leave
aor part pass neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λοιπάζω — (AM) [λοιπάς] 1. οφείλω, χρωστώ 2. παθ. λοιπάζομαι μένω έλλειμμα, απομένω ως υπόλοιπο («ὅπερ ἧκον ἄγοντες λοιπασθὲν ἀπὸ τῆς θυσίας», Αριστοφ.) αρχ. παθ. έχω ένδεια, βρίσκομαι σε ανάγκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”